Ο επίσημος εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης προειδοποίησε τη Ρωσία, ότι διακινδυνεύει να βρεθεί απομονωμένη εφόσον συνεχίσει να στηρίζει το καθεστώς του Μπασάρ Άσαντ στη Συρία.
Ανησυχία εκφράζουν και άλλοι Δυτικοί ηγέτες, λίγο αόριστη είναι γεγονός, καθώς κανείς δεν έχει μια συνεκτική άποψη για το τι πρέπει να γίνει στη ζώνη της κρίσης. Από το γεγονός αυτό προκύπτει και ο διχασμός των θέσεων, από τη μια αυτών που θέλουν να αποτραπεί η παρουσία ρώσων στρατιωτών στη Λαττάκεια και από την άλλη αυτοί που λένε «ας προσπαθήσουν οι Ρώσοι, ίσως κάτι καταφέρουν».
Αφήνοντας κατά μέρος την ιδεολογική προκατάληψη, μέσα από την οποία κρίνονται όλες οι ενέργειες της Ρωσίας, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί το ενιαίο μέτωπο της μάχης κατά του Ισλαμικού Κράτους δεν διαμορφώνεται, παρότι κανείς δεν διαφωνεί ότι αυτό αποτελεί ζωτική ανάγκη. Υπάρχουν πολλές βασικές διαφωνίες, απόλυτες ή σε μερικό βαθμό.
Νέα επίπεδα «τρομοκρατίας»
Πρώτον, το πρόβλημα του ΙΚ εντάσσεται από κεκτημένη ταχύτητα στην κατηγορία της τρομοκρατίας και ως εκ τούτου, όλοι κάνουν λόγο για αντιτρομοκρατική εκστρατεία. Δεν είναι ο πιο εύστοχος ορισμός, καθώς παραπέμπει στα γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του 2000, όταν ο παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Μπους ουσιαστικά έδωσε ώθηση στις διαδικασίες, που οδήγησαν στο σημερινό χάος. Αν χρησιμοποιήσουμε τον όρο «τρομοκρατία» για το Ισλαμικό Κράτος, τότε πρέπει να τονίσουμε ότι έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά νέου τύπου και επιπέδου.
Οι ισλαμιστές, υπό την ηγεσία του Αλ Μπαγκντάντι, ουσιαστικά αποτελούν τον πολιορκητικό κριό που επιχειρεί να καταστρέψει ολόκληρη τη θεσμική δομή της Μέσης Ανατολής, διεκδικώντας το ρόλο εκείνου που θα επιτελέσει μια αναδιοργάνωση, όχι μόνο ιδεολογική, αλλά και κρατική και πολιτική.
Όπως και να “χει, αξίζει να ληφθούν κατά του ΙΚ τα σοβαρότερα δυνατά μέτρα με τη χρήση όλου του οπλοστασίου των μέσων που διαθέτουν τα κράτη. Η Δύση εξακολουθεί μάλλον να βλέπει το ΙΚ μέσα από το πρίσμα των συνηθισμένων αντιλήψεων του αγώνα κατά της τρομοκρατίας, την ώρα που η Ρωσία κλίνει προς ενέργειες οι οποίες συνήθως εφαρμόζονται σε διακρατικούς πολέμους.
Το θέμα Άσαντ
Δεύτερον, δεν συμπίπτει, μεταξύ των κρατών, η αντίληψη σχετικά με το ποιες είναι οι προοπτικές της Συρίας υπό τη μορφή που αυτό το κράτος υφίστατο μέχρι τώρα. Η προσήλωση της Δύσης στο πρόσωπο του Μπασάρ Άσαντ, φανερώνει την άποψή της οτι βασικό ζήτημα παραμένει το ποιος θα κυβερνήσει τη μελλοντική Συρία. Γι” αυτό και δίνεται πρώτη προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις για τη διανομή της εξουσίας με την αντιπολίτευση, την επανάληψη της διαδικασίας της Γενεύης κλπ.
Η Ρωσία, ως γνωστόν, υποστήριξε τη διαδικασία της Γενεύης και της Μόσχας, αλλά σήμερα, όπως δείχνουν όλα, έχει πειστεί ότι υπάρχει ένα πολύ οξύτερο πρόβλημα. Και συγκεκριμένα, τι θα απομείνει τελικά από την παλιά Συρία. Η ουσιαστική κατάτμηση της χώρας σε ζώνες ελέγχου (είτε μη ελέγχου) έχει συντελεστεί, και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την αναδημιουργία της προηγούμενης κρατικής δομής. Δηλαδή το ζήτημα βρίσκεται πλέον στο πού μπορεί να σημειωθεί μια εδραίωση προκειμένου να ανακοπεί η προέλαση του ΙΚ.
Είναι σαφές ότι το θέμα της ηγεσίας στην αναδιοργανωμένη μορφή του νέου κράτους, όπως κι αν αυτό θα ονομάζεται πλέον, θα εγερθεί ούτως ή άλλως, αλλά πρώτα απ” όλα πρέπει να γίνει σαφές τι ακριβώς θα απομείνει.
Όσον αφορά την παρούσα στιγμή, η Μόσχα έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι η συμμαχία για μια μαζική επίθεση είναι καλή μόνο όταν οι διάφορες δυνάμεις παραμερίζουν προσωρινά τις διαφωνίες τους και συνασπίζονται ειλικρινά εναντίον του κοινού εχθρού. Η Συρία αποτελεί διαφορετική περίπτωση, καθώς και από την πλευρά της εξουσίας και από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο βαθμός της αδιαλλαξίας είναι κοντά στο απόλυτο. Και το να επιχειρήσεις δια της βίας τη συνεργασία τους σ” αυτή την περίπτωση (θεωρητικά οι εξωτερικοί παίκτες μπορούν να το προσπαθήσουν) σημαίνει ότι καταδικάζεις τη συμμαχία σε ταχεία κατάρρευση με το φυσιολογικό αποτέλεσμα να είναι η άνοδος στην εξουσία του Ισλαμικού Κράτους.
Το προσφυγικό
Κατά πόσο, παρά τις μη συμπτώσεις αντιλήψεων που αναφέρθηκαν, είναι πιθανή η επίτευξη μιας συμφωνίας μεταξύ των σημαντικότερων παικτών για κοινή δράση στη Συρία; Οι ροές των προσφύγων προς την Ευρώπη και η πλήρης ανικανότητα να αντιμετωπιστεί το προσφυγικό, αλλάζει ταχέως τη διάθεση της κοινής γνώμης στη Γηραιά ήπειρο. Πλέον, είναι κοινό το αίτημα να σταματήσει αυτό που συμβαίνει με οποιοδήποτε τίμημα και έξω από τα όρια της Ευρώπης. Η αμερικανική θέση υπαγορεύεται από ένα σύνολο επιδιώξεων, γενικά όμως αυτή έπαψε να είναι μονολιθική. Οι δημόσιες τοποθετήσεις και οι πραγματικές πεποιθήσεις δεν συμπίπτουν απόλυτα, ενώ η αντίδραση απέναντι στη Μόσχα καθορίζεται όχι τόσο από την επιθυμία να βγει από τη μέση ο Άσαντ, όσο από τους φόβους ότι η Ρωσία θα ενισχύσει πολύ τη θέση της στην περιοχή. Αυτό όμως είναι θέμα ορθολογικής ισορροπίας των συμφερόντων, κάτι που είναι πάντα απλούστερο να επιλυθεί (αν και είναι ούτως ή άλλως δύσκολο), από το αν το θέμα αφορά ιδεολογικές προτιμήσεις.
Το ρίσκο της εμπλοκής
Είναι κατανοητό ότι προκαλώντας μια εκστρατεία ενάντια στο ΙΚ και εμπλεκόμενη βαθύτερα στη μεσανατολική πλοκή, η Ρωσία παίρνει ένα ρίσκο. Εκτός από την απειλή των υλικών και ανθρώπινων απωλειών, η οποία δεν γίνεται να μην συνειδητοποιείται, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ένας αληθινά απάνθρωπος εχθρός, τότε θα υπάρχουν πάντα αμφιβολίες σχετικά με το αν ο στόχος είναι εφικτός. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση επιτυχίας, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η πολύ μπερδεμένη κατάσταση σε ένα μέρος όπου όλοι πολεμούν με όλους και καταφέρνουν ο ένας στον άλλο πισώπλατα χτυπήματα. Η ρωσική κοινή γνώμη θα πρέπει να είναι έτοιμη για διάφορα σενάρια.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η απόφαση για πιο ενεργή συμμετοχή στο συριακό πόλεμο απορρέει από όλη την προηγούμενη γραμμή που τήρησε η Ρωσία. Στη διεθνή πολιτική, παραδοσιακά εκτιμάται η δράση και όχι η κριτική από κάποιον που είναι έξω απ” το παιχνίδι. Η δράση είναι αυτή που προσδίδει πόντους και ανεβάζει το στάτους, έστω και αν μπορεί το αποτέλεσμα να είναι το αντίθετο από το αναμενόμενο . Παρ” όλα αυτά, «Μεγάλο παιχνίδι» χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου