Χαρισματικός ηθοποιός και μεγάλο κωμικό στοιχείο, το καλοσυνάτο πρόσωπο του Αντώνη Παπαδόπουλου και οι απίθανες γκριμάτσες του δύσκολα θα ξεχαστούν από το ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό.
Από τους λίγους που κατάφεραν να απογειώσουν δευτερεύοντες ρόλους και να γράψουν τη δική τους ιστορία ως δευτεραγωνιστές, ο ανεπανάληπτος βοηθός του Πράκτορα Θου Βου μόνο συστάσεις δεν χρειάζεται, καθώς πρόκειται για μια από τις χαρακτηριστικότερες φάτσες του ελληνικού σινεμά.
Αφελής, καλοκάγαθος, γκρινιάρης και παραπονεμένος, ο Αντώνης Παπαδόπουλος είχε χίλια πρόσωπα και άλλες τόσες γκριμάτσες να τα υποστηρίζει!
Αυτοδίδακτος, μιας και δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει την τέχνη της υποκριτικής, αφού γεννήθηκε κυριολεκτικά πάνω στο σανίδι από τους ηθοποιούς γονείς του, και ταλέντο πηγαίο και έμφυτο φυσικά, ο Παπαδόπουλος ανέβηκε στη σκηνή ήδη από τα πέντε χρόνια της ζωής του και έμαθε από τα γεννοφάσκια του πώς να επικοινωνεί με το κοινό. Αυτή ήταν η περίοδος μαθητείας του, αυτά τα υποτιμημένα μπουλούκια που περιδιάβαιναν την Ελλάδα φέρνοντας το θέατρο σε κάθε γωνιά της χώρας. Όταν μεταπήδησε στο σινεμά, με όπλα το ταλέντο και τον απαράμιλλο αυθορμητισμό του, έφτιαξε έναν δικό του τύπο ήρωα που αγαπήθηκε από το κοινό και του έδωσε τη δυνατότητα να χτίσει μια καριέρα στο περιθώριο λες των μεγάλων μας πρωταγωνιστών.
Κοντούλης, χοντρούλης, ατσούμπαλος, αλλά πάντα γελαστός και χαριτωμένος, ο Παπαδόπουλος έφερε κάτι από το χοντροκομμένο μπουρλέσκ και το σλάπστικ στο ελληνικό σινεμά, παλεύοντας περισσότερο για το εφήμερο παρά για το διαχρονικό.
Η ιδιαίτερη αυτή φατσούλα του μεγάλου μας πανιού κατάφερε τελικά κάτι ακόμα πιο σημαντικό από το να γίνει σπουδαίος: να αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό και να θρονιαστεί διαχρονικά στις καρδιές του!
Πρώτα χρόνια
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος γεννιέται στις 4 Μαΐου 1932 στη Θεσσαλονίκη μέσα σε οικογένεια περιπλανώμενων ηθοποιών. Οι γονείς του διατηρούσαν τον δικό τους περιοδεύοντα θίασο («Άρμα Θέσπιδος») και όργωναν την ελληνική επαρχία. Ο Αντώνης γεννήθηκε μάλιστα κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης, με την υποκριτική να ρέει στις φλέβες του.
Επισήμως στο σανίδι ανέβηκε ήδη από τα 5 χρόνια της ζωής του και ανδρώθηκε μέσα στα θεατρικά μπουλούκια, αποκτώντας τη γνώριμη αμεσότητά του. Αυτός και η αδερφή του διδάχθηκαν να κάνουν ακροβατικά και μιμήσεις και οι γκριμάτσες του μικρού Αντώνη έγιναν ήδη ανάρπαστες στη Μακεδονία πριν καν καταλάβει ο μικρός τον εαυτό του!
Αφού απέκτησε εμπειρία στο σανίδι και με την αυτοπεποίθηση των νιάτων, ο Παπαδόπουλος εγκαταλείπει το οικογενειακό μπουλούκι και κατεβαίνει στην Αθήνα κυνηγώντας το όνειρο της υποκριτικής. Τώρα θέλει να παίξει στον κινηματογράφο και τίποτα δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο…
Κινηματογραφική καριέρα
Πράγματι, το χαρακτηριστικό παράστημα και το κωμικό του πρόσωπο αρέσει στους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες, κι έτσι σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην πρωτεύουσα θα βρεθεί να αναλαμβάνει πολλά κομπαρσιλίκια σε ταινίες του ανερχόμενου τότε ελληνικού κινηματογράφου. Αρχικά δεν είχε παρά μερικές ατάκες, οι απίστευτες γκριμάτσες του τον ξεχώρισαν όμως γρήγορα από τον σωρό και τα λόγια του άρχισαν να πληθαίνουν, όπως και οι εμφανίσεις του, μέχρι να πάρει τον πρώτο κανονικό του ρόλο.
Η καθιέρωση στο μεγάλο πανί δεν ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση και ο Αντώνης Παπαδόπουλος ταλαιπωρήθηκε αρκετά μέχρι να βρει τη θέση του στο σινεμά. Το κοινό φαινόταν ωστόσο να τον αγαπά και να τον αναγνωρίζει, αναγκάζοντας τους δημιουργούς να του εμπιστεύονται ολοένα και πιο αξιόλογους δεύτερους ρόλους. Η τυποποίηση ήταν αναπόφευκτη για τον μεγάλο αυτό καρατερίστα του σινεμά και σύντομα γεννήθηκε ο ρόλος του Μπόμπου με το χαρακτηριστικό ψεύτικο κλάμα του και το παράπονο που ξεχείλιζε, αν και φίρμα στον χώρο του δεν θα γινόταν πριν από την αξέχαστη συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο: ο βοηθός του Πράκτορα Θου-Βου γεννήθηκε για να γράψει τη δική του σουρεαλιστική ιστορία στο ελληνικό σινεμά!
Παρά το γεγονός ότι καθιερώθηκε στην κωμωδία, ο Παπαδόπουλος εμφανίστηκε και σε σαφώς πιο δραματικούς ρόλους, πάντα δίπλα στον αξέχαστο Θανάση Βέγγο, όπως στις ταινίες «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971) και «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» (1976).
Ο Παπαδόπουλος επιβίωσε στα πέτρινα χρόνια της εθνικής κινηματογραφίας, περνώντας αρμονικά στη νέα εποχή της βιντεοκασέτας, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, παραμένοντας σχεδόν αναλλοίωτος. Το ταλέντο του δεν μπορούσε να καμφθεί ή να φθαρεί από την προχειρότητα των παραγωγών και παρά την «αρπαχτή» των βιντεοταινιών ή την αμφιβόλου ποιότητας αισθητική τους, ο Παπαδόπουλος διασώθηκε μεταφέροντας παντού τον παλιό καλό εαυτό του. Ξεχωρίζει ενδεχομένως ο ρόλος του στη «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» του Όμηρου Ευστρατιάδη, που έγινε μάλιστα μεγάλη εισπρακτική επιτυχία…
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο Αντώνης Παπαδόπουλος ήταν μεγάλος γυναικοκατακτητής και οι περιπέτειές του με το ωραίο φύλο έμειναν θρυλικές στην εγχώρια showbiz! Ο καρδιακός του φίλος Ζαννίνο διηγήθηκε αρκετές εξ αυτών που αποκαλύπτουν τόσο το καλοκάγαθο του χαρακτήρα του όσο και την απήχηση που είχε στις γυναίκες, παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στους ωραίους του σινεμά.
Η ανεξήγητη, όπως έλεγαν, επιτυχία του στο ωραίο φύλο και οι πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες του Παπαδόπουλου στις πόλεις και τα χωριά που τον έφερναν οι περιοδείες των θεατρικών έργων άφησαν τη δική τους ιστορία.
Άνθρωπος ευαίσθητος και με άφθονο χιούμορ στην προσωπική του ζωή, ο ηθοποιός αγαπούσε ιδιαίτερα να κάθεται στο καφενείο και να συνομιλεί με τους θαμώνες, εξασκώντας τις επικοινωνιακές του δεξιότητες. Συνήθιζε μάλιστα να καταναλώνει λίτρα μπίρας και να καπνίζει αρειμανίως, μια έξη που θα αποδεικνυόταν μοιραία, αν και για τον ίδιο, όπως έλεγε, το κάπνισμα ήταν ο τρόπος του να ξεδίνει από τα βάσανα.
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος έχασε τη μάχη με την επάρατο στις 9 Οκτωβρίου 1983, όντας μόλις 51 ετών. Δύο χρόνια πριν, είχε υποδεχτεί τη γέννηση της κόρης του, καρπού του έρωτά του με την ηθοποιό Ζωή Μυρίτη. Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, ήταν θείος του τραγουδοποιού Χρήστου Θηβαίου, τον οποίο μεγάλωσε σαν παιδί του. Αν και έφυγε πρόωρα από τη ζωή, πρόλαβε να παίξει σε περισσότερες από 60 ταινίες, χαρίζοντάς μας άφθονο γέλιο με τις μοναδικές γκριμάτσες, το αστείρευτο χιούμορ και τη χαρακτηριστική ναζιάρικη και παραπονεμένη φωνή του…
Από τους λίγους που κατάφεραν να απογειώσουν δευτερεύοντες ρόλους και να γράψουν τη δική τους ιστορία ως δευτεραγωνιστές, ο ανεπανάληπτος βοηθός του Πράκτορα Θου Βου μόνο συστάσεις δεν χρειάζεται, καθώς πρόκειται για μια από τις χαρακτηριστικότερες φάτσες του ελληνικού σινεμά.
Αφελής, καλοκάγαθος, γκρινιάρης και παραπονεμένος, ο Αντώνης Παπαδόπουλος είχε χίλια πρόσωπα και άλλες τόσες γκριμάτσες να τα υποστηρίζει!
Αυτοδίδακτος, μιας και δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει την τέχνη της υποκριτικής, αφού γεννήθηκε κυριολεκτικά πάνω στο σανίδι από τους ηθοποιούς γονείς του, και ταλέντο πηγαίο και έμφυτο φυσικά, ο Παπαδόπουλος ανέβηκε στη σκηνή ήδη από τα πέντε χρόνια της ζωής του και έμαθε από τα γεννοφάσκια του πώς να επικοινωνεί με το κοινό. Αυτή ήταν η περίοδος μαθητείας του, αυτά τα υποτιμημένα μπουλούκια που περιδιάβαιναν την Ελλάδα φέρνοντας το θέατρο σε κάθε γωνιά της χώρας. Όταν μεταπήδησε στο σινεμά, με όπλα το ταλέντο και τον απαράμιλλο αυθορμητισμό του, έφτιαξε έναν δικό του τύπο ήρωα που αγαπήθηκε από το κοινό και του έδωσε τη δυνατότητα να χτίσει μια καριέρα στο περιθώριο λες των μεγάλων μας πρωταγωνιστών.
Κοντούλης, χοντρούλης, ατσούμπαλος, αλλά πάντα γελαστός και χαριτωμένος, ο Παπαδόπουλος έφερε κάτι από το χοντροκομμένο μπουρλέσκ και το σλάπστικ στο ελληνικό σινεμά, παλεύοντας περισσότερο για το εφήμερο παρά για το διαχρονικό.
Η ιδιαίτερη αυτή φατσούλα του μεγάλου μας πανιού κατάφερε τελικά κάτι ακόμα πιο σημαντικό από το να γίνει σπουδαίος: να αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό και να θρονιαστεί διαχρονικά στις καρδιές του!
Πρώτα χρόνια
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος γεννιέται στις 4 Μαΐου 1932 στη Θεσσαλονίκη μέσα σε οικογένεια περιπλανώμενων ηθοποιών. Οι γονείς του διατηρούσαν τον δικό τους περιοδεύοντα θίασο («Άρμα Θέσπιδος») και όργωναν την ελληνική επαρχία. Ο Αντώνης γεννήθηκε μάλιστα κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης, με την υποκριτική να ρέει στις φλέβες του.
Επισήμως στο σανίδι ανέβηκε ήδη από τα 5 χρόνια της ζωής του και ανδρώθηκε μέσα στα θεατρικά μπουλούκια, αποκτώντας τη γνώριμη αμεσότητά του. Αυτός και η αδερφή του διδάχθηκαν να κάνουν ακροβατικά και μιμήσεις και οι γκριμάτσες του μικρού Αντώνη έγιναν ήδη ανάρπαστες στη Μακεδονία πριν καν καταλάβει ο μικρός τον εαυτό του!
Αφού απέκτησε εμπειρία στο σανίδι και με την αυτοπεποίθηση των νιάτων, ο Παπαδόπουλος εγκαταλείπει το οικογενειακό μπουλούκι και κατεβαίνει στην Αθήνα κυνηγώντας το όνειρο της υποκριτικής. Τώρα θέλει να παίξει στον κινηματογράφο και τίποτα δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο…
Κινηματογραφική καριέρα
Πράγματι, το χαρακτηριστικό παράστημα και το κωμικό του πρόσωπο αρέσει στους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες, κι έτσι σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην πρωτεύουσα θα βρεθεί να αναλαμβάνει πολλά κομπαρσιλίκια σε ταινίες του ανερχόμενου τότε ελληνικού κινηματογράφου. Αρχικά δεν είχε παρά μερικές ατάκες, οι απίστευτες γκριμάτσες του τον ξεχώρισαν όμως γρήγορα από τον σωρό και τα λόγια του άρχισαν να πληθαίνουν, όπως και οι εμφανίσεις του, μέχρι να πάρει τον πρώτο κανονικό του ρόλο.
Η καθιέρωση στο μεγάλο πανί δεν ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση και ο Αντώνης Παπαδόπουλος ταλαιπωρήθηκε αρκετά μέχρι να βρει τη θέση του στο σινεμά. Το κοινό φαινόταν ωστόσο να τον αγαπά και να τον αναγνωρίζει, αναγκάζοντας τους δημιουργούς να του εμπιστεύονται ολοένα και πιο αξιόλογους δεύτερους ρόλους. Η τυποποίηση ήταν αναπόφευκτη για τον μεγάλο αυτό καρατερίστα του σινεμά και σύντομα γεννήθηκε ο ρόλος του Μπόμπου με το χαρακτηριστικό ψεύτικο κλάμα του και το παράπονο που ξεχείλιζε, αν και φίρμα στον χώρο του δεν θα γινόταν πριν από την αξέχαστη συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο: ο βοηθός του Πράκτορα Θου-Βου γεννήθηκε για να γράψει τη δική του σουρεαλιστική ιστορία στο ελληνικό σινεμά!
Παρά το γεγονός ότι καθιερώθηκε στην κωμωδία, ο Παπαδόπουλος εμφανίστηκε και σε σαφώς πιο δραματικούς ρόλους, πάντα δίπλα στον αξέχαστο Θανάση Βέγγο, όπως στις ταινίες «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971) και «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» (1976).
Ο Παπαδόπουλος επιβίωσε στα πέτρινα χρόνια της εθνικής κινηματογραφίας, περνώντας αρμονικά στη νέα εποχή της βιντεοκασέτας, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, παραμένοντας σχεδόν αναλλοίωτος. Το ταλέντο του δεν μπορούσε να καμφθεί ή να φθαρεί από την προχειρότητα των παραγωγών και παρά την «αρπαχτή» των βιντεοταινιών ή την αμφιβόλου ποιότητας αισθητική τους, ο Παπαδόπουλος διασώθηκε μεταφέροντας παντού τον παλιό καλό εαυτό του. Ξεχωρίζει ενδεχομένως ο ρόλος του στη «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» του Όμηρου Ευστρατιάδη, που έγινε μάλιστα μεγάλη εισπρακτική επιτυχία…
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο Αντώνης Παπαδόπουλος ήταν μεγάλος γυναικοκατακτητής και οι περιπέτειές του με το ωραίο φύλο έμειναν θρυλικές στην εγχώρια showbiz! Ο καρδιακός του φίλος Ζαννίνο διηγήθηκε αρκετές εξ αυτών που αποκαλύπτουν τόσο το καλοκάγαθο του χαρακτήρα του όσο και την απήχηση που είχε στις γυναίκες, παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στους ωραίους του σινεμά.
Η ανεξήγητη, όπως έλεγαν, επιτυχία του στο ωραίο φύλο και οι πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες του Παπαδόπουλου στις πόλεις και τα χωριά που τον έφερναν οι περιοδείες των θεατρικών έργων άφησαν τη δική τους ιστορία.
Άνθρωπος ευαίσθητος και με άφθονο χιούμορ στην προσωπική του ζωή, ο ηθοποιός αγαπούσε ιδιαίτερα να κάθεται στο καφενείο και να συνομιλεί με τους θαμώνες, εξασκώντας τις επικοινωνιακές του δεξιότητες. Συνήθιζε μάλιστα να καταναλώνει λίτρα μπίρας και να καπνίζει αρειμανίως, μια έξη που θα αποδεικνυόταν μοιραία, αν και για τον ίδιο, όπως έλεγε, το κάπνισμα ήταν ο τρόπος του να ξεδίνει από τα βάσανα.
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος έχασε τη μάχη με την επάρατο στις 9 Οκτωβρίου 1983, όντας μόλις 51 ετών. Δύο χρόνια πριν, είχε υποδεχτεί τη γέννηση της κόρης του, καρπού του έρωτά του με την ηθοποιό Ζωή Μυρίτη. Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, ήταν θείος του τραγουδοποιού Χρήστου Θηβαίου, τον οποίο μεγάλωσε σαν παιδί του. Αν και έφυγε πρόωρα από τη ζωή, πρόλαβε να παίξει σε περισσότερες από 60 ταινίες, χαρίζοντάς μας άφθονο γέλιο με τις μοναδικές γκριμάτσες, το αστείρευτο χιούμορ και τη χαρακτηριστική ναζιάρικη και παραπονεμένη φωνή του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου