Το πρωί της 30ης Νοεμβρίου του 1947, ένας άγνωστος άντρας αποβιβάστηκε από το τρένο στην Αδελαΐδα της Νότιας Αυστραλίας...
Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με ανοιχτά πυρόξανθα μαλλιά που γκρίζαραν στους κροτάφους. Φορούσε πουλόβερ και σακάκι, που φαίνονταν πολύ περιποιημένα, αλλά δεν ήταν κατάλληλα για τις ψηλές θερμοκρασίες της περιοχής. Αγόρασε ένα εισιτήριο για το τρένο που θα έφευγε στις 10.50, με προορισμό την Henley Beach. Τοποθέτησε την καφέ βαλίτσα του σε ειδικό ντουλάπι στο σταθμό του τρένου και εξαφανίστηκε.
Επέστρεψε μετά τις 11 και αφού είχε χάσει το τρένο για την Henley Beach. Ο άγνωστος άντρας αγόρασε άλλο ένα εισιτήριο για το λεωφορείο που κατέληγε στην παραλία Σόμερτον. Αυτή τη φορά πρόλαβε την αναχώρηση και ο άντρας έφτασε στην παραλία που θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Αυτόπτες μάρτυρες θυμούνται έναν άντρα που του έμοιαζε να περπάτα στους δρόμους, πριν ξαπλώσει στην αμμουδιά αργά το βράδυ. Ο άντρας ήταν τελείως ακίνητος, αλλά οι γείτονες θεώρησαν ότι ήταν απλά μεθυσμένος και δεν ανησύχησαν. Το επόμενο πρωί στις 6.30, περαστικοί εντόπισαν το πτώμα και κάλεσαν την αστυνομία.
Το αδιέξοδο
Εντόπισαν το πρώμα την 1η Δεκεμβρίου του 1947. Οι έρευνες που ακολούθησαν δεν κατέληξαν πουθενά. Δεν ήξεραν ούτε ποιος ήταν ο νεκρός ούτε την αιτία θανάτου. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν ο άνθρωπος αυτοκτόνησε, αν πέθανε από φυσικά αίτια ή αν δολοφονήθηκε. Η επικρατέστερη άποψη ήταν ότι δηλητηριάστηκε, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν την ουσία. Κανείς δεν αναγνώριζε τον νεκρό, τα δαχτυλικά του αποτυπώματα δεν προέρχονταν από κάτοικο της Αυστραλίας και δεν βρέθηκε κανένα ταυτοποιητικό έγγραφο.Όλα οδηγούσαν σε αδιέξοδο.
Η καφέ βαλίτσα
Οι έρευνες συνεχίζονταν και στις 14 Ιανουαρίου του 1948, εντόπισαν μία καφέ βαλίτσα στο σταθμό του τρένου της Αδελαΐδα. Κατάλαβαν ότι ανήκε στον νεκρό, επειδή περιείχε την ίδια κλωστή που είχε χρησιμοποιηθεί για ένα μπάλωμα στο σακάκι του. Η κλωστή ήταν φτιαγμένη από υλικό που απαιτούσε ειδική διεργασία, η οποία δεν χρησιμοποιούνταν στην Αυστραλία. Οι αρχές κατέληξαν ότι ο νεκρός είχε ταξιδέψει στις Η.Π.Α. καθώς μόνο εκεί πωλούνταν τέτοιου είδους κλωστή, η οποία δεν εξαγόταν σε άλλες χώρες. Τα υπόλοιπα περιεχόμενα της βαλίτσας δεν βοήθησαν την αστυνομία να ταυτοποιήσει το πτώμα. Το μυστήριο παρέμενε ανεξιχνίαστο.
Ο γρίφος με το διάσημο περσικό ποίημα
Πέρασαν μήνες χωρίς καμία πρόοδο, ώσπου στις 14 Ιουνίου ανακάλυψαν μία κρυφή τσέπη στο παντελόνι του πτώματος. Μέσα βρισκόταν ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί, πάνω στο οποίο είχαν τυπωθεί οι λέξεις: «Tamam Shud». Ειδικοί αναγνώρισαν ότι οι λέξεις ήταν σήμαιναν «τελειωμένο» στα περσικά και ήταν οι τελευταίες λέξεις στο διάσημο περσικό ποίημα «Rubáiyát». Το ποίημα του 11ου αιώνα αποδίδεται στον Πέρση πανεπιστήμονα και ποιητή, Ομάρ Καγιάμ και συμβουλεύει τον αναγνώστη να ζήσει γεμάτη ζωή και να μην στενοχωρηθεί ακόμα κι όταν έρθει ο θάνατος. Μεταφράστηκε στα αγγλικά τον 19ο αιώνα από τον Βρετανό Έντουαρντ Φιτζέραλντ, εκδόθηκε με τον τίτλο «The Rubáiyát of Omar Khayyám» και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα ποιήματα στον κόσμο. Αφού βρήκαν το χαρτί στην τσέπη του πτώματος, οι αρχές ξεκίνησαν εκτενή έρευνα για να εντοπίσουν το βιβλίο απ’ όπου προερχόταν.
Στις 22 Ιουλίου, ένας ανώνυμος πληροφοριοδότης παρέδωσε το βιβλίο στην αστυνομία. Ήταν οδηγός ταξί και κάποιος πελάτης είχε ξεχάσει το βιβλίο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, περίπου δύο εβδομάδες πριν εντοπιστεί το πτώμα στην Αδελαΐδα. Το βιβλίο ήταν μία πολύ σπάνια έκδοση του 1859 από τους Νεοζηλανδούς εκδότες Γουίτκομπ και Τομπς. Στο πίσω εξώφυλλο του βιβλίου, κάποιος είχε σημειώσει έναν ακατανόητο κώδικα.
Ήταν πέντε σειρές με κεφαλαία λατινικά γράμματα, που όμως δεν έβγαζαν νόημα και ποτέ δεν αποκρυπτογραφήθηκαν:
WRGOABABD
MLIAOI
WTBIMPANETP
MLIABOAIAQC
ITTMTSAMSTGAB
Η μυστηριώδης Τζέστιν
Κάτω από αυτά, ήταν σημειωμένος ένας αριθμός τηλεφώνου, που όπως αποκαλύφθηκε, ανήκε σε μία γυναίκα που έμενε περίπου 400 μέτρα από το σημείο που βρέθηκε το πτώμα. Η γυναίκα είπε στην αστυνομία ότι ονομαζόταν Τζέσικα Τόμσον, ήταν πρώην νοσοκόμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και ήταν παντρεμένη με τον Πρόσπερ Τόμσον. Είχε ένα αντίτυπο του βιβλίου το 1945, όταν δούλευε ως νοσοκόμα στο Σίδνεϊ, αλλά το χάρισε στον φίλο της, το λοχία Άλφρεντ Μπόξολ. Μετά το τέλος του πολέμου, δεν είχε καμία επαφή με τον Μπόξολ, καθώς τον είχε ενημερώσει ότι παντρεύτηκε. Όταν της έδειξαν ένα ομοίωμα του προσώπου του πτώματος, η Τόμσον ταράχτηκε, αλλά δήλωσε ότι της ήταν άγνωστος.
Η Τόμσον ζήτησε να μην μάθει η οικογένειά της ότι συμμετείχε στην έρευνα της αστυνομίας, γιατί δεν ήθελε να τους ανησυχήσει. Γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιήθηκε το πραγματικό της όνομα, αλλά το παρατσούκλι «Τζέστιν». Στις 14 Ιουνίου του 1949, έγινε η κηδεία του άγνωστου πτώματος. Οι έρευνες είχαν σταματήσει και απλώς κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο νεκρός μπορεί να ήταν κατάσκοπος στη Σοβιετική Ένωση, χωρίς βέβαια να υπάρχουν αποδείξεις.
Το καταραμένο βιβλίο
Δύο χρόνια πριν, στις 3 Ιουνίου του 1945, είχε βρεθεί ένα πτώμα στο πάρκο Άστον στο Σίδνεϊ. Ο νεκρός ήταν ο Τζόσεφ Μάρσαλ με καταγωγή απ’ τη Σιγκαπούρη και αδελφός του Υπουργού Δικαιοσύνης της Σιγκαπούρης, Σολ Μάρσαλ. Ήταν μόλις 34 χρονών, απολύτως υγιής και θάνατός του αποδόθηκε σε δηλητήριο, χωρίς όμως να υπάρχουν τρανταχτές αποδείξεις. Δίπλα στο πτώμα βρέθηκε ανοιχτό το βιβλίο «The Rubáiyát of Omar Khayyám».
Δύο μήνες πριν, η Τζέσικα Τόμσον συνάντησε τον Λοχία Άλφρεντ Μπόξολ στο διπλανό πάρκο που συνδέεται με το Άστον, για να του δώσει το δικό της αντίτυπο.
Ο ανεξήγητος θάνατος
Και οι μυστηριώδεις θάνατοι συνεχίζονταν. Στις 6 Ιουνίου του 1949, στην ίδια παραλία που πέθανε ο άγνωστος άντρας, εντοπίστηκε το πτώμα ενός 2χρονου αγοριού και δίπλα του ήταν ο αναίσθητος πατέρας του. Το αγοράκι, Κλάιβ Μάγκονσον και ο πατέρας του, Κιθ, είχαν εξαφανιστεί για τέσσερις μέρες και ο άντρας που τους βρήκε, ο Νιλ Μακρέι, δήλωσε ότι οι μορφές τους εμφανίστηκαν στο όνειρό του και του είπαν πού βρίσκονταν. Τα αίτια θανάτου ήταν και σε αυτή τη περίπτωση, άγνωστα. Η μητέρα του παιδιού δήλωσε ότι μετά το θάνατο του γιου της, δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα που τη διέταζαν να μην μιλήσει στην αστυνομία. Η γυναίκα πίστευε ότι οι απειλές είχαν σχέση με την πρόθεση του συζύγου της να καταθέσει στην αστυνομία σχετικά με την ταυτότητα του νεκρού άντρα που βρέθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1947. Ο Κιθ Μάγκονσον πίστευε ότι ο νεκρός ονομαζόταν Καρλ Τόμσεν και είχε δουλέψει μαζί του 1939.
Οι έρευνες δεν κατέληξαν πουθενά.
Καινούρια στοιχεία
Το 2002 ο ντετέκτιβ Τζέραλντ Φέλτους ερεύνησε το παρελθόν της Τζέσικα Τόμσον και ανακάλυψε ότι δεν ήταν παντρεμένη, όταν μίλησε στην αστυνομία το 1948.
Ο Πρόσπερ Τόμσον πήρε διαζύγιο απ’ την πρώτη σύζυγό του το 1950 και παντρεύτηκε την Τζέσικα λίγους μήνες αργότερα. Ο Φέλτους πίστευε ότι η Τόμσον δεν αποκάλυψε στην αστυνομία όσα ήξερε και του φάνηκε περίεργο που είχε τόσο έντονη αντίδραση, όταν της έδειξαν το πρόσωπο ενός άγνωστου πτώματος.
Περαιτέρω έρευνες που διεξήχθησαν το 2009 από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδα, εντόπισαν ότι το πτώμα παρουσίαζε μια γενετική ιδιομορφία.
Η πάνω κοιλότητα στο αυτί του ήταν μεγαλύτερη από την κάτω, χαρακτηριστικό που παρουσιάζεται σε λιγότερο από το 2% του Καυκάσιου πληθυσμού.
Εκτός από αυτό, το πτώμα έπασχε από υποδοντία στους κυνόδοντες, μία γενετική ανωμαλία που παρουσιάζεται πάλι σε λιγότερο από το 2% του πληθυσμού.
Ο άγνωστος άντρας είχε μία ιδιομορφία στα αυτιά, όπως εικονίζεται στα αριστερά. Το συγκλονιστικό είναι ότι και ο γιος της Τζέσικα Τόμσον, Ρόμπιν, είχε ακριβώς τις ίδιες γενετικές ιδιομορφίες. Ο Ρόμπιν γεννήθηκε το 1947 και οι ερευνητές πιστεύουν ότι πατέρας του ήταν ο άγνωστος νεκρός άντρας. Η Τζέσικα πέθανε το 2007 και ο Ρόμπιν το 2009, πριν την έναρξη της έρευνας. Όμως το 2013, η κόρη της Τζέσικα Τόμσον, Κέιτ, δήλωσε σε συνέντευξή της ότι η Τζέσικα της είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε πει ψέματα στην αστυνομία.
Γνώριζε την ταυτότητα του νεκρού, την οποία γνώριζαν και οι πιο υψηλόβαθμοι αστυνομικοί.Μάλιστα η Κέιτ Τόμσον υποψιάζεται ότι η μητέρα της υπήρξε και αυτή κατάσκοπος στη Σοβιετική Ένωση, γιατί μιλούσε ρώσικα και κανείς δεν ήξερε πώς έμαθε τη ξένη γλώσσα. Η χήρα του Ρόμπιν Τόμσον, Ρόμαν, επιβεβαίωσε τις δηλώσεις της Κέιτ και ζήτησε να γίνει εξέταση DNA για να αποδειχθεί η αλήθεια.
Δυστυχώς λόγω διάφορων λαθεμένων κινήσεων της αστυνομίας, που είχαν να κάνουν και με την άγνοια της εποχής, το DNA του πτώματος είναι εξαιρετικά δύσκολο να επεξεργαστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου